αεροφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροφοβία οι αεροφοβίες
      γενική της αεροφοβίας των αεροφοβιών
    αιτιατική την αεροφοβία τις αεροφοβίες
     κλητική αεροφοβία αεροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aérophobie. Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + -φοβία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροφοβία θηλυκό

  1. (ιατρική, ψυχολογία) ο παθολογικός φόβος μήπως πέσει το αεροπλάνο που μας μεταφέρει και σκοτωθούμε
     συνώνυμα: πετοφοβία
  2. (ιατρική, ψυχολογία) ο φόβος για τον πολύ δυνατό άνεμο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]