αιθεριώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιθεριώδης < αρχαία ελληνική αἰθεριώδης < αἰθήρ + εἶδος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιθεριώδης,-ης,-ες
- που μοιάζει με αιθέρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιθεριώδης
|