ακραιφνής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακραιφνής η ακραιφνής το ακραιφνές
      γενική του ακραιφνούς* της ακραιφνούς του ακραιφνούς
    αιτιατική τον ακραιφνή την ακραιφνή το ακραιφνές
     κλητική ακραιφνή(ς) ακραιφνής ακραιφνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακραιφνείς οι ακραιφνείς τα ακραιφνή
      γενική των ακραιφνών των ακραιφνών των ακραιφνών
    αιτιατική τους ακραιφνείς τις ακραιφνείς τα ακραιφνή
     κλητική ακραιφνείς ακραιφνείς ακραιφνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής

Επίθετο[επεξεργασία]

ακραιφνής, -ής, -ές

  1. ανόθευτος, καθαρός
  2. (για πρόσωπα) γνήσιος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]