ακροαματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροαματικότητα < ακροαματικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροαματικότητα θηλυκό
- το μέγεθος του ενδιαφέροντος που προκαλεί στο σύνολο των ακροατών μια συγκεκριμένη εκπομπή λόγου ή μουσικής ή το όλο πρόγραμμα ενός ραδιοφωνικού σταθμού