Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακροαματικότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροαματικότητα οι ακροαματικότητες
      γενική της ακροαματικότητας των ακροαματικοτήτων
    αιτιατική την ακροαματικότητα τις ακροαματικότητες
     κλητική ακροαματικότητα ακροαματικότητες
Η γενική πληθυντικού χρησιμοποιείται σπάνια
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακροαματικότητα < ακροαματικ(ός) + -ότης > -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kɾo.a.ma.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροαματικότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακροαματικότητα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]