αλμπίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλμπίνος οι αλμπίνοι
      γενική του αλμπίνου των αλμπίνων
    αιτιατική τον αλμπίνο τους αλμπίνους
     κλητική αλμπίνε αλμπίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας σκίουρος αλμπίνος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλμπίνος < (λόγιο δάνειο) γαλλική albinos < ισπανική albinos, πληθυντικός αριθμός του albino < λατινική albus (λευκός) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλμπίνος αρσενικό (θηλυκό αλμπίνα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]