αμήνυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμήνυτος η αμήνυτη το αμήνυτο
      γενική του αμήνυτου της αμήνυτης του αμήνυτου
    αιτιατική τον αμήνυτο την αμήνυτη το αμήνυτο
     κλητική αμήνυτε αμήνυτη αμήνυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμήνυτοι οι αμήνυτες τα αμήνυτα
      γενική των αμήνυτων των αμήνυτων των αμήνυτων
    αιτιατική τους αμήνυτους τις αμήνυτες τα αμήνυτα
     κλητική αμήνυτοι αμήνυτες αμήνυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμήνυτος < (ελληνιστική κοινήἀμήνυτος < αρχαία ελληνική μηνύω

Επίθετο[επεξεργασία]

αμήνυτος, -η, -ο

  1. που δεν του έχουν στείλει μήνυμα
  2. ξαφνικός, απρόσκλητος
  3. που δεν του έχουν κάνει μήνυση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]