Μετάβαση στο περιεχόμενο

αμβλύνους

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αμβλύνους το αμβλύνουν
      γενική του/της αμβλύνου του αμβλύνου
    αιτιατική τον/την αμβλύνου το αμβλύνουν
     κλητική αμβλύνους* αμβλύνουν*
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμβλύνοες τα αμβλύνοα
      γενική των αμβλυνόων των αμβλυνόων
    αιτιατική τους/τις αμβλύνοες τα αμβλύνοα
     κλητική αμβλύνοες αμβλύνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αμβλύνους < αμβλύ(ς) + -νους (νους) κατά το βραδύνους [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɱˈvli.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμβλύνους

Επίθετο

[επεξεργασία]

αμβλύνους, -ους, ουν

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]