αμειβόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αμειβόμενος, -η, -ο
- που αμείβεται, που παίρνει αμοιβή
- η ρύθμιση πλήττει τους χειρότερα αμειβόμενους εργαζόμενους
- που γίνεται έναντι αμοιβής
- κάθε εισόδημα που προέρχεται από αμειβόμενη εργασία υπόκειται σε φορολόγηση
- υποστηρίζουμε την εθελοντική, μη αμειβόμενη αιμοδοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμειβόμενος
|