αμεσουράνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμεσουράνητος η αμεσουράνητη το αμεσουράνητο
      γενική του αμεσουράνητου της αμεσουράνητης του αμεσουράνητου
    αιτιατική τον αμεσουράνητο την αμεσουράνητη το αμεσουράνητο
     κλητική αμεσουράνητε αμεσουράνητη αμεσουράνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμεσουράνητοι οι αμεσουράνητες τα αμεσουράνητα
      γενική των αμεσουράνητων των αμεσουράνητων των αμεσουράνητων
    αιτιατική τους αμεσουράνητους τις αμεσουράνητες τα αμεσουράνητα
     κλητική αμεσουράνητοι αμεσουράνητες αμεσουράνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμεσουράνητος < α- + μεσουρανη- του μεσουρανώ + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.me.suˈɾa.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐σου‐ρά‐νη‐τπς

Επίθετο[επεξεργασία]

αμεσουράνητος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη μεσουρανώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]