αμεσουράνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.me.suˈɾa.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐σου‐ρά‐νη‐τπς
Επίθετο[επεξεργασία]
αμεσουράνητος
- (για ουράνιο σώμα) που δεν έχει μεσουρανήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη μεσουρανώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμεσουράνητος
|