ανάτυπο
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ανάτυπο | ανάτυπα |
γενική | ανατύπου | ανατύπων |
αιτιατική | ανάτυπο | ανάτυπα |
κλητική | ανάτυπο | ανάτυπα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈna.ti.pɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάτυπο ουδέτερο