ανασκαμμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασκαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασκάπτω/ανασκάβω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανασκαμμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασκαμμένος
|