αντασφαλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντασφαλιστικός η αντασφαλιστική το αντασφαλιστικό
      γενική του αντασφαλιστικού της αντασφαλιστικής του αντασφαλιστικού
    αιτιατική τον αντασφαλιστικό την αντασφαλιστική το αντασφαλιστικό
     κλητική αντασφαλιστικέ αντασφαλιστική αντασφαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντασφαλιστικοί οι αντασφαλιστικές τα αντασφαλιστικά
      γενική των αντασφαλιστικών των αντασφαλιστικών των αντασφαλιστικών
    αιτιατική τους αντασφαλιστικούς τις αντασφαλιστικές τα αντασφαλιστικά
     κλητική αντασφαλιστικοί αντασφαλιστικές αντασφαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντασφαλιστικός < αντασφάλιση + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αντασφαλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]