αντιαγγειογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιαγγειογένεση οι αντιαγγειογενέσεις
      γενική της αντιαγγειογένεσης* των αντιαγγειογενέσεων
    αιτιατική την αντιαγγειογένεση τις αντιαγγειογενέσεις
     κλητική αντιαγγειογένεση αντιαγγειογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιαγγειογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιαγγειογένεση < αντι- + αγγειογένεση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιαγγειογένεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]