αντιπροσωπευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αντιπροσωπευμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντιπροσωπεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπροσωπευμένος