αντισκωριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντισκωριακός, -ή, -ό
- που αποβλέπει στην καταπολέμηση της σκουριάς
- αντισκωριακή προστασία
- αντισκωριακό χρώμα