αντιτετανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτετανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antitétanique < anti- + tétanique < αρχαία ελληνική τέτανος
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιτετανικός, -ή. -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση του τέτανου ή προφυλάσσει απ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τέτανος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)