αξιοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αξιοποιημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αξιοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιοποιημένος
|
αξιοποιημένος
|