αξονοσυμμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξονοσυμμετρικός < άξονας + -ο- + συμμετρικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αξονοσυμμετρικός, -ή, -ό
- συμμετρικός ως προς τον άξονα, που παρουσιάζει κυλινδρική συμμετρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξονοσυμμετρικός