απαγγελμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγγέλλω
Μετοχή[επεξεργασία]
απαγγελμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαγγέλλω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαγγελμένος
|