απεκκριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]απεκκριτικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την απέκκριση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή