αποθαλασσωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθαλασσωμένος η αποθαλασσωμένη το αποθαλασσωμένο
      γενική του αποθαλασσωμένου της αποθαλασσωμένης του αποθαλασσωμένου
    αιτιατική τον αποθαλασσωμένο την αποθαλασσωμένη το αποθαλασσωμένο
     κλητική αποθαλασσωμένε αποθαλασσωμένη αποθαλασσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθαλασσωμένοι οι αποθαλασσωμένες τα αποθαλασσωμένα
      γενική των αποθαλασσωμένων των αποθαλασσωμένων των αποθαλασσωμένων
    αιτιατική τους αποθαλασσωμένους τις αποθαλασσωμένες τα αποθαλασσωμένα
     κλητική αποθαλασσωμένοι αποθαλασσωμένες αποθαλασσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθαλασσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθαλασσώνομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

αποθαλασσωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποθαλασσώνομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]