απομαγνητισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομαγνητισμός < απομαγνητίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démagnétisation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απομαγνητισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απομαγνητίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απομαγνητίζω και μαγνήτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απομαγνητισμός