αποσπώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσπώμενος < ἀποσπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αποσπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσπώμενος, -η, -ο
- που αποσπάται, που μπορεί να αποσπαστεί
- (ειδικότερα, για εξαρτήματα) που μπορεί να βγει από τη θέση του για να μεταφερθεί ή αντικατασταθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσπώμενος
|