αποσυναρμολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυναρμολογημένος η αποσυναρμολογημένη το αποσυναρμολογημένο
      γενική του αποσυναρμολογημένου της αποσυναρμολογημένης του αποσυναρμολογημένου
    αιτιατική τον αποσυναρμολογημένο την αποσυναρμολογημένη το αποσυναρμολογημένο
     κλητική αποσυναρμολογημένε αποσυναρμολογημένη αποσυναρμολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυναρμολογημένοι οι αποσυναρμολογημένες τα αποσυναρμολογημένα
      γενική των αποσυναρμολογημένων των αποσυναρμολογημένων των αποσυναρμολογημένων
    αιτιατική τους αποσυναρμολογημένους τις αποσυναρμολογημένες τα αποσυναρμολογημένα
     κλητική αποσυναρμολογημένοι αποσυναρμολογημένες αποσυναρμολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσυναρμολογημένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]