αποσυνθεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσυνθεμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσυνθέτω
- ※ Μέσα στο σύστημα υποδοχής οι ρύποι είναι εξατμισμένοι ή/και αποσυνθεμένοι και χωρίζονται εκτός του αερίου. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσυνθεμένος