αραμπαδόξυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραμπαδόξυλο τα αραμπαδόξυλα
      γενική του αραμπαδόξυλου των αραμπαδόξυλων
    αιτιατική το αραμπαδόξυλο τα αραμπαδόξυλα
     κλητική αραμπαδόξυλο αραμπαδόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραμπαδόξυλο < αραμπάς, αραμπάδ(ες), + -ό- + ξύλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾa.baˈðo.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐μπα‐δό‐ξυ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αραμπαδόξυλο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) ξύλο το οποίο στηρίζει το κύριο μέρος του αραμπά (άμαξα)
  2. (συνεκδοχικά) το ρόπαλο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]