αραμπαδόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.baˈðo.ksi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐μπα‐δό‐ξυ‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αραμπαδόξυλο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ξύλο το οποίο στηρίζει το κύριο μέρος του αραμπά (άμαξα)
- (συνεκδοχικά) το ρόπαλο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραμπαδόξυλο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- αραμπαδόξυλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)