αρχοντολόγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρχοντολόγι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντολόγι τα αρχοντολόγια
      γενική του αρχοντολογιού των αρχοντολογιών
    αιτιατική το αρχοντολόγι τα αρχοντολόγια
     κλητική αρχοντολόγι αρχοντολόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.xon.doˈlo.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χο‐ντο‐λό‐γι

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

αρχοντολόγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχοντολόγι, τύπου του ἀρχοντολόγιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχοντολόγι ουδέτερο

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

αρχοντολόγι < αρχοντολόγ(ιο) + (-λόγι) για προσαρμογή στη δημοτική < (καθαρεύουσα) ἀρχοντολόγιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχοντολόγι ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αρχοντολόι, αρχοντολόγιΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]