αστέναχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστέναχτος < (α στερητικό και στενάζω), ἀστέναχτος στο πολυτονικό < αρχαία ελληνική ἀστένακτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αστέναχτος
- λόγιο, που δεν στενάζει, δίχως να έχει κανένα καημό ή δίχως να τον φανερώνει
- Γιατί αν λέω τους κόπους και τις κακοπέρασες τανάριο ξεμπαρκάρισμα, τα κακοστρώσια, ποια μέρ' αστέναχτη είτανε να μη μας λάχουν;
- Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες γύρου στη φλόγα π' άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια, ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ· (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σολωμός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστέναχτος
|