αστροναυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστροναυτικός < αστροναύτης + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αστροναυτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αστροναύτη ή την αστροναυτική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) αστροναυτική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αστροναύτης, αστέρι και ναύτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστροναυτικός