αυξητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυξητικός < αύξηση
Επίθετο[επεξεργασία]
αυξητικός
- που αναφέρεται στην αύξηση
- αυξητικές τάσεις στο χρηματιστήριο
- που οδηγεί στην αύξηση
- αυξητικοί παράγοντες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυξητικός
αυξητικός παράγοντας
|