αυξητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυξητικός η αυξητική το αυξητικό
      γενική του αυξητικού της αυξητικής του αυξητικού
    αιτιατική τον αυξητικό την αυξητική το αυξητικό
     κλητική αυξητικέ αυξητική αυξητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυξητικοί οι αυξητικές τα αυξητικά
      γενική των αυξητικών των αυξητικών των αυξητικών
    αιτιατική τους αυξητικούς τις αυξητικές τα αυξητικά
     κλητική αυξητικοί αυξητικές αυξητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξητικός < αύξηση

Επίθετο[επεξεργασία]

αυξητικός

  1. που αναφέρεται στην αύξηση
    αυξητικές τάσεις στο χρηματιστήριο
  2. που οδηγεί στην αύξηση
    αυξητικοί παράγοντες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]