αυτιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτιστικός < αυτισμός + -ιστικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική autistisch
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτιστικός αρσενικό (θηλυκό: αυτιστική· ουδέτερο: αυτιστικό)
- αυτός που πάσχει από αυτισμό