αυτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτισμός | οι | αυτισμοί |
γενική | του | αυτισμού | των | αυτισμών |
αιτιατική | τον | αυτισμό | τους | αυτισμούς |
κλητική | αυτισμέ | αυτισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Autismus < αρχαία ελληνική αὐτός + -ismus (-ισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτισμός αρσενικό
- (ιατρική, ψυχιατρική) ψυχοπαθολογική πάθηση που σαν χαρακτηριστικό της έχει -εκτός των άλλων- την ελλιπή κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία και την στερεότυπη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αυτισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)