Μετάβαση στο περιεχόμενο

-ιστικός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: -ίστικος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιστικός η -ιστική το -ιστικό
      γενική του -ιστικού της -ιστικής του -ιστικού
    αιτιατική τον -ιστικό τη(ν) -ιστική το -ιστικό
     κλητική -ιστικέ -ιστική -ιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιστικοί οι -ιστικές τα -ιστικά
      γενική των -ιστικών των -ιστικών των -ιστικών
    αιτιατική τους -ιστικούς τις -ιστικές τα -ιστικά
     κλητική -ιστικοί -ιστικές -ιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ιστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιστικός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιστικός

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ιστικός, -ή, -ό

  • παραγωγική κατάληξη επιθέτων που προέρχονται από ουσιαστικά σε -ισμός
κομμουνισμός > κομμουνιστικός
σαδισμός > σαδιστικός
πλουραλισμός > πλουραλιστικός

Αναφορές

[επεξεργασία]