αυτοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπρόσωπος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπρόσωπος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοπρόσωπος, -η, -ο
- που γίνεται με την παρουσία του ίδιου του προσώπου, χωρίς πληρεξούσιο
- Για την σύναψή συμφώνου συμβίωσης είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη παρουσία των ενδιαφερόμενων μερών ενώπιον συμβολαιογράφου.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοπρόσωπα
- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσωπογράφος
- αυτοπροσωπογραφούμαι
- αυτοπροσώπως
- ταυτοπροσωπία
- → δείτε τις λέξεις αυτός και πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπρόσωπος
|