αψιθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψιθιά | οι | αψιθιές |
γενική | της | αψιθιάς | των | αψιθιών |
αιτιατική | την | αψιθιά | τις | αψιθιές |
κλητική | αψιθιά | αψιθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αψιθιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀψιθία με συνίζηση στην κατάληξη < ἀψινθία < ελληνιστική κοινή ἀψινθία με [nθ] > [θθ] > [θ] (αφομοίωση και απλοποίηση συμφώνου) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.psiˈθça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ψι‐θιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αψιθιά θηλυκό
- (βοτανική, λαϊκότροπο) η άψινθος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη άψινθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψιθιά
|
[επεξεργασία]
- ↑ αψιθιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)