βασταγερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βασταγερός
- στερεός, γερός
- που αντέχει
- υπομονετικός, καρτερικός
- (αφορά ποτά ή τρόφιμα) που βαστά για πολύ καιρό, που διατηρείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασταγερός
|