βετούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βετούλι | τα | βετούλια |
γενική | του | βετουλιού | των | βετουλιών |
αιτιατική | το | βετούλι | τα | βετούλια |
κλητική | βετούλι | βετούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βετούλι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική vituli < λατινική vitulus (μοσχάρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wet- (χρόνος, έτος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /veˈtu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐τού‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βετούλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) νεαρή γίδα ή νεαρός τράγος, ηλικίας περίπου ενός έτους, κατσικάκι
- ※ Συχνά επίσης — αν ο άρχων της χατζάρας δεν ήταν ιδιαίτερα έντιμος — μπορεί αντί για βετούλι να σας πουλούσε στη ζούλα κατσίκα που ήταν πιο σκληρή. (Ε. Βουτσινά, «Ζώα ελευθέρας βοσκής και "βιομηχανικά"». εφημερίδα Η Καθημερινή (Αθήνα), 27 Ιανουαρίου 2002.)
- (ιδιωματικό, μεταφορικά) άπειρος νέος ή άπειρη νέα, που ακολουθεί τους μεγαλύτερους χωρίς να λαβαίνει πρωτοβουλίες
- ↪ Μην τρέχεις πίσω απ' τη μάνα σου σα βετούλι, καημένε!
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βετούλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)