βιδολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιδολόγος οι βιδολόγοι
      γενική του βιδολόγου των βιδολόγων
    αιτιατική τον βιδολόγο τους βιδολόγους
     κλητική βιδολόγε βιδολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο βιδολόγοι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιδολόγος < βίδ(α) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιδολόγος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]