βιοηλεκτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοηλεκτρισμός < βιο- + ηλεκτρισμός
- για τον όρο της βιολογίας < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioelectricity
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοηλεκτρισμός αρσενικό (νεολογισμός)
- (βιολογία, φυσική) ηλεκτρικά σήματα ή κύκλωμα που δημιουργείται σ' έναν οργανισμό (όπως στους νευρώνες, τους μυς κ.α.)
- η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μονάδες βιολογικού καθαρισμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοηλεκτρισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)