βοτανολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοτανολογημένος η βοτανολογημένη το βοτανολογημένο
      γενική του βοτανολογημένου της βοτανολογημένης του βοτανολογημένου
    αιτιατική τον βοτανολογημένο τη βοτανολογημένη το βοτανολογημένο
     κλητική βοτανολογημένε βοτανολογημένη βοτανολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοτανολογημένοι οι βοτανολογημένες τα βοτανολογημένα
      γενική των βοτανολογημένων των βοτανολογημένων των βοτανολογημένων
    αιτιατική τους βοτανολογημένους τις βοτανολογημένες τα βοτανολογημένα
     κλητική βοτανολογημένοι βοτανολογημένες βοτανολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

βοτανολογημένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]