βουβωνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βουβωνιακός βουβωνιακή τὸ βουβωνιακόν
      γενική τοῦ βουβωνιακοῦ τῆς βουβωνιακῆς τοῦ βουβωνιακοῦ
      δοτική τῷ βουβωνιακ τῇ βουβωνιακ τῷ βουβωνιακ
    αιτιατική τὸν βουβωνιακόν τὴν βουβωνιακήν τὸ βουβωνιακόν
     κλητική ! βουβωνιακέ βουβωνιακή βουβωνιακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βουβωνιακοί αἱ βουβωνιακαί τὰ βουβωνιακᾰ́
      γενική τῶν βουβωνιακῶν τῶν βουβωνιακῶν τῶν βουβωνιακῶν
      δοτική τοῖς βουβωνιακοῖς ταῖς βουβωνιακαῖς τοῖς βουβωνιακοῖς
    αιτιατική τοὺς βουβωνιακούς τὰς βουβωνιακᾱ́ς τὰ βουβωνιακᾰ́
     κλητική ! βουβωνιακοί βουβωνιακαί βουβωνιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βουβωνιακώ τὼ βουβωνιακᾱ́ τὼ βουβωνιακώ
      γεν-δοτ τοῖν βουβωνιακοῖν τοῖν βουβωνιακαῖν τοῖν βουβωνιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβωνιακός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-

Επίθετο[επεξεργασία]

βουβωνιακός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]