βραδύγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραδύγλωσσος < ελληνιστική κοινή βραδύγλωσσος < βραδύς + γλώσσα
Επίθετο[επεξεργασία]
βραδύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλάει αργά και -ενδεχομένως- μπερδεύεται στην άρθρωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βραδυγλωσσία
- → δείτε τις λέξεις βραδύς και γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραδύγλωσσος
|