βρεφοκρατούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρεφοκρατούσα οι βρεφοκρατούσες
      γενική της βρεφοκρατούσας των βρεφοκρατουσών
    αιτιατική τη βρεφοκρατούσα τις βρεφοκρατούσες
     κλητική βρεφοκρατούσα βρεφοκρατούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρεφοκρατούσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρεφοκρατοῦσα [1]< ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής βρεφοκρατῶν του ρήματος βρεφοκρατέω[2] < βρέφος + μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κρατέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρεφοκρατούσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. βρεφοκρατοῦσα σελ.190, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. βρεφοκρατέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)

Πηγές[επεξεργασία]