γαστροστομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαστροστομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gastrostomy + -ία < αρχαία ελληνική γαστήρ + στόμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστροστομία θηλυκό
- (ιατρική) ειδικό σωληνάκι που τοποθετείται με χειρουργική επέμβαση στο στομάχι ασθενούς, ώστε να χορηγείται τροφή, υγρά και φάρμακα σε όποιον δεν μπορεί να τα λάβει από το στόμα, αλλά και να αφαιρείται ό,τι κρίνεται ιατρικώς απαραίτητο (υγρά, αέρας κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστροστομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)