γατόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γατόφιλος η γατόφιλη το γατόφιλο
      γενική του γατόφιλου της γατόφιλης του γατόφιλου
    αιτιατική τον γατόφιλο τη γατόφιλη το γατόφιλο
     κλητική γατόφιλε γατόφιλη γατόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γατόφιλοι οι γατόφιλες τα γατόφιλα
      γενική των γατόφιλων των γατόφιλων των γατόφιλων
    αιτιατική τους γατόφιλους τις γατόφιλες τα γατόφιλα
     κλητική γατόφιλοι γατόφιλες γατόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γατόφιλος < γάτ(α) + -ο- + -φιλος < φιλέω -φιλῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

γατόφιλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]