γενικούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενικούρα οι γενικούρες
      γενική της γενικούρας
    αιτιατική τη γενικούρα τις γενικούρες
     κλητική γενικούρα γενικούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενικούρα < γενικ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενικούρα θηλυκό

  • Άσε τις γενικούρες για την οικονομική κρίση και δώσε πίσω τα δανεικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]