γεροπαράξενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροπαράξενος η γεροπαράξενη το γεροπαράξενο
      γενική του γεροπαράξενου της γεροπαράξενης του γεροπαράξενου
    αιτιατική τον γεροπαράξενο τη γεροπαράξενη το γεροπαράξενο
     κλητική γεροπαράξενε γεροπαράξενη γεροπαράξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροπαράξενοι οι γεροπαράξενες τα γεροπαράξενα
      γενική των γεροπαράξενων των γεροπαράξενων των γεροπαράξενων
    αιτιατική τους γεροπαράξενους τις γεροπαράξενες τα γεροπαράξενα
     κλητική γεροπαράξενοι γεροπαράξενες γεροπαράξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεροπαράξενος < γερο- (γέρος) + παράξενος

Επίθετο[επεξεργασία]

γεροπαράξενος, -η, -ο

  1. (για ηλικιωμένο άτομο) που έχει πολλές παράξενες ή ιδιότροπες συμπεριφορές
  2. (κατ’ επέκταση) ιδιότροπος και παράξενος οποιασδήποτε ηλικίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]