γιουτλανδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιουτλανδικός η γιουτλανδική το γιουτλανδικό
      γενική του γιουτλανδικού της γιουτλανδικής του γιουτλανδικού
    αιτιατική τον γιουτλανδικό τη γιουτλανδική το γιουτλανδικό
     κλητική γιουτλανδικέ γιουτλανδική γιουτλανδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιουτλανδικοί οι γιουτλανδικές τα γιουτλανδικά
      γενική των γιουτλανδικών των γιουτλανδικών των γιουτλανδικών
    αιτιατική τους γιουτλανδικούς τις γιουτλανδικές τα γιουτλανδικά
     κλητική γιουτλανδικοί γιουτλανδικές γιουτλανδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουτλανδικός < Γιουτλάνδ(η) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝut.lan.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιουτ‐λαν‐δι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

γιουτλανδικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]