γκιόνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκιόνης | οι | γκιόνηδες |
γενική | του | γκιόνη | των | γκιόνηδων |
αιτιατική | τον | γκιόνη | τους | γκιόνηδες |
κλητική | γκιόνη | γκιόνηδες | ||
όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκιόνης αρσενικό
- (ορνιθολογία) ώτος ο σκωψ, είδος μικρής κουκουβάγιας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκιόνης