γκλιτσάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκλιτσάρισμα τα γκλιτσαρίσματα
      γενική του γκλιτσαρίσματος των γκλιτσαρισμάτων
    αιτιατική το γκλιτσάρισμα τα γκλιτσαρίσματα
     κλητική γκλιτσάρισμα γκλιτσαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκλιτσάρισμα < γκλιτσάρω + -ισμα < γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκλιτσάρισμα ουδέτερο

 συνώνυμα: γκλιτς, μπαγκ, μπαγκάρισμα, σφάλμα, δυσλειτουργία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]